διαλυτικός

διαλυτικός
-ή, -ό (AM διαλυτικός, -ή, -όν)
1. ο ειδικευμένος στη διάλυση
2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά
οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή προφορά τους από το προηγούμενο φωνήεν (π.χ. πραΰνω, καΐκι, haif, contigue)
αρχ.
1. ιατρ. χαλαρωτικός
2. καταστρεπτικός
3. η τάση ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του μέσα σε ένα υγρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαλυτικός — able to sever masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει ικανότητα να διαλύει και μτφ. να καταστρέφει: Οι αιρέσεις δημιουργούνται από τα διαλυτικά στοιχεία των θρησκειών. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., διαλυτικά ορθογραφικό σημάδι από δύο τελείες (··), για να χωρίζονται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλυτικά — διαλυτικός able to sever neut nom/voc/acc pl διαλυτικά̱ , διαλυτικός able to sever fem nom/voc/acc dual διαλυτικά̱ , διαλυτικός able to sever fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυτικώτερον — διαλυτικός able to sever adverbial comp διαλυτικός able to sever masc acc comp sg διαλυτικός able to sever neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυτικῶν — διαλυτικός able to sever fem gen pl διαλυτικός able to sever masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυτικόν — διαλυτικός able to sever masc acc sg διαλυτικός able to sever neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυτικώτατον — διαλυτικός able to sever masc acc superl sg διαλυτικός able to sever neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυτικαί — διαλυτικός able to sever fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυτικοί — διαλυτικός able to sever masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυτικούς — διαλυτικός able to sever masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”